Το 2020 προβάλλει με την μορφή μίας περιόδου ανησυχιών για την παγκόσμια οικονομία, με σχετικά ήπιες πιθανές μεταβολές και χωρίς τις επιδόσεις του 2019, με μεγάλους επενδυτικούς οίκους όπως η JPMorgan, η Goldman Sachs, η BlackRock, η BNP Paribas, η Citi και άλλους να εκτιμούν μείωση των ρυθμών ανάπτυξης, χωρίς όμως κινδύνους ύφεσης, κινητικότητα στις επενδύσεις υψηλού κινδύνου και αναγκαστική επανάληψη πολιτικών αύξησης ρευστότητας, μέσω πιστωτικής χαλάρωσης. Για το διεθνές χρηματοοικονομικό περιβάλλον πάντως υπάρχουν κάποιες ελάχιστες, αν και σημαντικές εξαιρέσεις, από τον γενικά αποδεκτό κανόνα της σχετικά ομαλής προσαρμογής σεγενικά χαμηλώτερα επίπεδα, με την πρόσφατη της Τουρκίας να αποτελεί ίσως την χειρότερη. Στην Ευρώπη ήδη κυριαρχούν ρίγη ανησυχίας, καθώς το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει προλάβει να εφαρμόσει αποτελεσματικά μέτρα προστασίας έναντι των επερχόμενων κλυδωνισμών, με αποτέλεσμα οι διαστάσεις της κρίσης σε σχέση με τις αντίστοιχες της ανάλογης ελληνικής του 2015 (όπου το σύστημα είχε λάβει τα μέτρα του), να φαντάζουν δραματικές.
Η Οικονομική Δυσπραγία
Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης με πρώτο την MOODY’S προειδοποιούν από τον Απρίλιο πως η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει ένα αξιόπιστο ευρύ σχέδιο αντιμετώπισης των δομικών προβλημάτων της οικονομίας της χώρας, με αποτέλεσμα να διακινδυνεύει βραχυπρόθεσμα σειρά υποβαθμίσεων, που θα αυξήσουν το εύρος των διακυμάνσεων του νομίσματος και θα απομειώσουν το αξιόχρεο του δανεισμού της Τουρκίας στις αγορές, αυξάνοντας δυσανάλογα τα επιτόκια.
Τα τουρκικά τοκοχρεωλύσια αυξάνονται κατά 30% κατά το 2018 και κατά 50% στο πρώτο τρίμηνο του 2019, με συνέπεια οι αποπληρωμές να φθάνουν στο 8,2% των δημοσίων εσόδων, έναντι μόλις 5,9% κατά το 2017, διαβρώνοντας την οικονομική ευρωστία της χώρας. Όμως ο χειρότερος κίνδυνος προέρχεται από το ύψος των υποχρεωτικών αποπληρωμών δανεισμού σε συνάλλαγμα για το 2019, που υπερβαίνουν το αντίστοιχο ύψος των συναλλαγματικών αποθεμάτων, εξαιρουμένων εκείνων σε χρυσό.
Αυτό συνεπάγεται πως κατά την διάρκεια των επομένων μηνών του 2020 η κυβέρνηση Erdoğan, θα διαθέτει μόνον τις επιλογές της Βενεζουέλας, δηλαδή είτε να ρευστοποιήσει μέρος των αποθεμάτων σε χρυσό, είτε να αποδεχθεί την είσοδο σε φάση υπερπληθωρισμού. Η τρίτη επιλογή που προς το παρόν δεν φαντάζει ιδιαίτερα πιθανή εστιάζεται στην αποδοχή μία κατά κράτος οικονομικής ήττας με συνεπακόλουθη προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο-ΔΝΤ για διάσωση, καθώς η πλειοψηφία των διεθνών οικονομικών αναλυτών θεωρεί απίθανο να αποδεχθεί ο πρόεδρος Erdoğan λύσεις αυτής της μορφής.
Ανόητες Πυροσβεστικές Κινήσεις
Οι απότομες διακυμάνσεις του τουρκικού νομίσματος στις αγορές συναλλάγματος που επηρεάζονται όπως και τα νομίσματα και άλλων αναδυόμενων οικονομιών (EM) από τις ελπίδες για διευθέτηση των οικονομικών αντιπαραθέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας με παράλληλη νέα προώθηση κινεζικών επενδύσεων, επιβαρύνονται και από μία άλλη σημαντική παράμετρο.
Πρόκειται για την απόφαση επαναφοράς του φόρου 0,1% στις συναλλαγές σε συνάλλαγμα που αντιμετωπίζεται από τις αγορές με την μορφή μίας κίνησης απελπισίας, στη προσπάθεια να αυξηθούν τα έσοδα του προϋπολογισμού του 2019, που δεν συνεκτιμά όμως τους κινδύνους αρνητικών αντιδράσεων των διεθνών επενδυτών, αφού το μέτρο λογίζεται ως απόπειρα χειραγώγησης της αγοράς. Ο φόρος που παραμένει σε μηδενικά επίπεδα επί μία δεκαετία, επιβάλλεται στους πωλητές ξένου συναλλάγματος με την ελπίδα να περιορίσει την πτώση του τουρκικού νομίσματος, αν και προβλέπεται να την επιταχύνει από την στιγμή που και τα τελευταία ψήγματα αξιοπιστίας στην τουρκική λίρα εξανεμίζονται.
Δεν θίγει πάντως την διατραπεζική αγορά και τις πιστωτικές συναλλαγές, από την στιγμή που σχεδιάζεται για να αποθαρρύνει αγορές ξένου συναλλάγματος σε βάρος του τουρκικού νομίσματος και όχι με στόχο την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Αυτό στοιχειοθετείται από το γεγονός ότι η εγχώρια αγορά συναλλάγματος (χωρίς προθεσμιακές συναλλαγές) κινείται στα επίπεδα των $3,6 δισεκατομμυρίων, με βάση τα δεδομένα της κεντρικής τράπεζας, οπότε τα έσοδα από τον νέο φόρο ανέρχονται σε $33 εκατομμύρια. Σε ετήσια βάση για το υπόλοιπο του έτους τα έσοδα, συμπεριλαμβανομένου και του Ιανουαρίου θα κινηθούν στα επίπεδα των $300 εκατομμυρίων ή 1,8 δισεκατομμυρίων τουρκικών λίρών με βάση την τρέχουα ισοτιμία στο δολλάριο, αλλά με δεδομένο ότι το κυλιόμενο έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά τον μήνα Μάρτιο ανέρχεται σε 88,4 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες, το συγκεκριμμένο έσοδο κρίνεται αμελητέο.
Μετά το μοιραίο για το τουρκικό νόμισμα φθινόπωρο του 2018, η τουρκική κυβέρνηση προσφεύγει σε σειρά επιθετικών παρεμβάσεων για να το σταθεροποιήσει, επιχειρώντας ακόμα και απομειώσεις στην κυκλοφορία συναλλάγματος πριν από τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου, καθώς πιέζει αφόρητα τους εγχώριους πιστωτικούς φορείς να αρνηθούν την οποιαδήποτε ρευστότητα σε ξένους επενδυτές. Από την άλλη πλευρά οι Τούρκοι αξιωματούχοι αρνούνται πεισματικά την οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής μέτρων ελέγχου κίνησης κεφαλαίων, γεγονός που αποτελεί κατάφωρη ειρωνεία της πραγματικότητας.
Στην πραγματικότητα όλες οι πυροσβεστικές κινήσεις της κυβέρνησης Erdoğan στην οικονομία, αποστέλλουν τα πλέον λανθασμένα σήματα προς τις αγορές, καθώς αποθαρρύνουν τους ξένους επενδυτές από κάθε προοπτική επένδυσης στην Τουρκία, γεγονός που στοιχειοθετείται από την επάνοδο των ισοτιμιών του τουρκικού νομίσματος προς το αμερικανικό δολλάριο σε επικίνδυνα επίπεδα, δηλαδή ανώτερα του 6:1.
Οι Τράπεζες της Ε.Ε.
Για την Ευρώπη το άμεσο πρόβλημα δεν αφορά τόσον το τι πρόκειται να συμβεί στην Τουρκία, αφού ούτως η άλλως υπάρχει και η έσχατη λύση του ΔΝΤ, όσον την αναζήτηση τρόπου αντιμετώπισης της σοβαρής έκθεσης των τραπεζών της στην κλυδωνιζόμενη χώρα. Σημαντικοί χρηματοπιστωτικοί φορείς στις χώρες του νότου και ειδικά στην Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία παραμένουν εκτεθειμένοι σε σοβαρούς κινδύνους, με την εμπλοκή τους στην Τουρκία να αποτελεί τον χειρότερο εφιάλτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB), από την στιγμή που κυμαίνεται μεταξύ του 15% και του 20% του συνολικού ενεργητικού τους.
Αν και η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας αγωνίζεται απεγνωσμένα να διασώσει το εθνικό νόμισμα από την καταστροφή, δεν έχει τα μέσα για να αποτρέψει την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Κωνσταντινούπολης και το κυριώτερο την πιστοληπτική αξιοπιστία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Μόλις τον Οκτώβριο του 2017 το δεκαετές τραπεζικό ομόλογο της GARANTIBANK, της μεγαλύτερης τουρκικής εμπορικής τράπεζας είχε μία μάλλον χαμηλή απόδοση που δεν υπερέβαινε το 3%, ενώ τον Αύγουστο του 2018 πλησιάζει το 7,4%, έχοντας υπερδιπλασιασθεί σε διάστημα μικρότερο των 10 μηνών, με την αξία του στο ευρωπαϊκό κοινό νόμισμα να μειώνεται από τα €120 στα €80, με τις αποδόσεις του κατά το 2019 να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ανώτερα του 6,3%. Στην ίδια περίοδο, η περισσότερο ευάλωτη HALKBANK, που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα στις ΗΠΑ λόγω των παράνομων συναλλαγών της με το Ιράν, αντιμετωπίζει μία μείωση της τάξης του 63% της αξίας του δεκαετούς ομολόγου της σε δολλάρια.
Αυτές οι απότομες συρρικνώσεις των αξιών, αποτελούν το χειρότερο εμπόδιο στην αναχρηματοδότηση των τραπεζών από τις διεθνείς αγορές χρήματος, που έχουν αποκλείσει για λόγους ασφαλείας την Τουρκία από κάθε ροή πιστώσεων. Επιπλέον μετά τα μέσα του Αυγούστου του 2019 η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του τουρκικού δημοσίου κινείται σε επίπεδα ανώτερα του 22% λόγω και των νέων υποβαθμίσεων της τουρκικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης (MOODY’S, S&P, FITCH), που θεωρούν πως η οποιαδήποτε εξέλιξη στην χώρα θα έχει αρνητικές επιπτώσεις, χωρίς προοπτική ανάταξης.
Η χώρα εμφανίζει στην τρέχουσα φάση άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες της τάξης των 50 δισεκατομμυρίων δολλαρίων για να καλύψει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ποσό που πρακτικά δεν πρόκειται να συγκεντρωθεί από τις διεθνείς αγορές χρήματος, που απλά έχουν κλείσει για την Τουρκία. Ακόμα και τα 15 δισεκατομμύρια δολλάρια που έχει υποσχεθεί το Κατάρ για την στήριξη της τουρκικής οικονομίας (εάν και εφόσον τελικά πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του) αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό (το 80% του ποσού προορίζεται για επενδύσεις και όχι άμεση χρηματοδότηση), εάν αντιπαραβληθούν με το σύνολο των τουρκικών χρηματοδοτικών αναγκών. Μόνον οι επιχειρήσεις της χώρας έχουν χρέη 300 δισεκατομμυρίων δολλαρίων σε συνάλλαγμα, με το κόστος εξυπηρέτησής τους να έχει διπλασιασθεί κατά το 2018 λόγω της υποτίμησης του τουρκικού νομίσματος, κατάσταση που δεν μεταβάλλεται κατά το 2019.
Οι απαιτήσεις των ξένων τραπεζών από τις τουρκικές τράπεζες και επιχειρήσεις κατανέμονται κατά 36% σε ισπανικούς τραπεζικούς φορείς, κατά 16% σε γαλλικούς, κατά 8% σε ιταλικούς, κατά 8% σε βρεταννικούς και κατά 6% σε γερμανικούς. Στο σύνολο του τουρκικού τραπεζικού και επιχειρηματικού χρέους σε συνάλλαγμα, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται να κατέχουν το 74%, με τους Αμερικανούς να κατέχουν μόλις το 8% και τους Ιάπωνες ακόμη λιγότερο, δηλαδή μόνον 5%.
Επιπλέον η επικίνδυνη εξέλιξη των ισοτιμιών του τουρκικού νομίσματος απειλεί τις 6 συστημικές τράπεζες της χώρας, με το 2020 να επιβάλει μεταξύ των μηνών Απριλίου – Νοεμβρίου την υποχρεωτική ανακεφαλοποίηση τουλάχιστον τριών τραπεζών (IS, YKB, AK). Όμως και σχεδόν σε καθημερινή βάση, τα ΜΜΕ (ειδικά στην Ελλάδα), ασχολούνται με τις μάλλον θεατρικές παραστάσεις του προέδρου Erdoğan, περιθωριοποιώντας ή και αγνοώντας κινδύνους που εγκυμονούν δραματικές και ίσως καταστροφικές συνέπεις…
ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΎ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
ΜΗΝΑΣ |
ΑΡΧΙΚΗ |
ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ |
ΤΕΛΙΚΗ |
ΜΗΝΙΑΙΑ % |
ΟΛΙΚΗ % |
2020 |
|||||
ΦΕΒ |
5.980 |
5.976-6.223 |
6.131 |
2.5% |
2.5% |
ΜΑΡ |
6.131 |
6.115-6.301 |
6.208 |
1.3% |
3.8% |
ΑΠΡ |
6.208 |
6.150-6.338 |
6.244 |
0.6% |
4.4% |
ΜΑΙ |
6.244 |
6.244-6.527 |
6.431 |
3.0% |
7.5% |
ΙΟΥΝ |
6.431 |
6.378-6.572 |
6.475 |
0.7% |
8.3% |
ΙΟΥΛ |
6.475 |
6.446-6.642 |
6.544 |
1.1% |
9.4% |
ΑΥΓ |
6.544 |
6.253-6.544 |
6.348 |
-3.0% |
6.2% |
ΣΕΠ |
6.348 |
6.348-6.636 |
6.538 |
3.0% |
9.3% |
ΟΚΤ |
6.538 |
6.271-6.538 |
6.367 |
-2.6% |
6.5% |
ΝΟΕ |
6.367 |
6.162-6.367 |
6.256 |
-1.7% |
4.6% |
ΔΕΚ |
6.256 |
6.026-6.256 |
6.118 |
-2.2% |
2.3% |
(Economy Forecast Agency).