Εδώ και καιρό έχει αρχίσει μεγάλη συζήτηση για την αλλαγή στην προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο πρωθυπουργός, πολύ σωστά θεώρησε ότι η συζήτηση αυτή είναι άκαιρη και χρονικά αλλά και στο πλαίσιο στοιχειώδους σεβασμού προς την σημερινή Πρόεδρο.
Παρ’ όλ’ αυτά το ζήτημα δεν παύει να είναι ανοικτό καθώς η επιλογή του υποψηφίου που θα προτείνει το κυβερνόν κόμμα, έχει και την δική του πολιτική και ιδεολογική σημειολογία, από την στιγμή που ο Ανώτατος Άρχων δεν εκλέγεται απ’ ευθείας από τον λαό.
Από τον νεοδημοκρατικό χώρο διοχετεύεται ότι ο νέος υποψήφιος πρέπει να προέρχεται από τον συγκεκριμένο χώρο, έτσι ώστε να δοθεί και ένα μήνυμα προς την μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων που, δυσφορήσαντες για κάποιες κυβερνητικές επιλογές, απείχαν από τις ευρωεκλογές ή, στην ακραία περίπτωση, καταψήφισαν την Νέα Δημοκρατία. Άλλοι θεωρούν ότι πρέπει να είναι ένα πρόσωπο όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής έτσι ώστε να τονίζεται ο ενωτικός του ρόλος αλλά και να εγγραφεί στο ενεργητικό του κυβερνώντος κόμματος και, κατ’ επέκταση της ίδια της κυβέρνησης, ότι κατόρθωσε να λειτουργήσει, στο θέμα αυτό υπερκομματικά.
Δεδομένου ότι η συνταγματική αναθεώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου μετέβαλε σε καθαρά διακοσμητικό το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας, η ισορροπία στο σύστημα θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο με το αντίβαρο απέναντι στην κυβέρνηση –την όποια κυβέρνηση- είχε το πολιτικό κύρος και η λαϊκή απήχηση του επιλεγομένου προσώπου για την Προεδρία. Παράδειγμα του συσχετισμού που εννοούμε υπήρξε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος παρά το γεγονός ότι λόγω συνταγματικής αναθεώρησης είχε στερηθεί των παρεμβατικών προνομίων που του εξασφάλιζε το Σύνταγμα του 1975, εν τούτοις λόγω κύρους, αρκούσε μία λέξη του για να προκληθεί πρόβλημα στην κυβέρνηση ή για να προβληματιστεί ο λαός. Κάτι που ασφαλώς θα μπορούσε να κλονίσει την λαϊκή εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Καραμανλής δεν χρειάστηκε να εκδηλώσει την ισχύ του πολιτικού του κύρους.
Αυτή η ισορροπία που προαναφέρθηκε με το παράδειγμα Καραμανλή, την οποία μπορεί να εξασφαλίσει μόνο ένας υποψήφιος με αυξημένο πολιτικό κύρος και δημοτικότητα στην κοινωνία, αυτομάτως εξαιρεί κατ΄ αρχάς από την υποψηφιότητα, πρόσωπα τα οποία μπορεί να είναι ιδιαιτέρως προβεβλημένα στον επαγγελματικό χώρο από τον οποίον προέρχονται, αλλά δεν διαθέτουν τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Από την στιγμή μάλιστα που δεν προβλέπεται συνταγματική αλλαγή ώστε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να παύσει να είναι διακοσμητικός και να αποκτήσει τις στοιχειώδεις παρεμβατικές προνομίες για την εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος ή εκλογή του απ΄ ευθείας από τον λαό, καθίσταται περίπου αναγκαία η επιλογή προσώπου, με πολιτικό κύρος αλλά και με δεδομένο τον σεβασμό προς το πρόσωπό του από την κοινωνία.